κολυμβητικη

κολυμβητικη
    κολυμβητική
     (sc. τέχνη) водолазное искусство Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κολυμβητικη" в других словарях:

  • κολυμβητική — κολυμβητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • Ligue européenne de natation — is the European governing body of swimming, which was founded in 1926, in Budapest. It is often abbreviated to LEN.LEN is the governing body of the 50 national swimming federations in Europe. Their administrative headquarters are in Rome, Italy.… …   Wikipedia

  • Ligue Européenne de Natation — Logo Ligue Européenne de Natation Die Ligue Européenne de Natation (LEN) ist der europäische Dachverband für Wassersport mit Sitz in Luxemburg. Bei seiner Gründung 1927 in Bologna umfasste er gerade mal 7 nationale Verbände, heute gehören ihm 51… …   Deutsch Wikipedia

  • κολυμβητικός — ή, ό (AM κολυμβητικός, ή, όν) [κολυμβητής] 1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική η τέχνη τής κολύμβησης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά ζωολ. υπόταξη… …   Dictionary of Greek

  • πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …   Dictionary of Greek

  • τζαγκουαρούντι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τής μικρόσωμης αγριόγατας τού Νέου Κόσμου που μοιάζει με ενυδρίδα, έχει μεγάλη κολυμβητική ικανότητα και απαντά σε δασωμένες και θαμνώδεις περιοχές τής Νότιας Αμερικής και τών νοτιοδυτικών ΗΠΑ, αλλ. ιαγουαρόντι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • τορναρία — και τορνάρια, η, Ν ζωολ. η ελεύθερη κολυμβητική βλεφαριδοφόρα προνύμφη διαφόρων εντερόπνευστων ή ημιχορδωτών, η οποία αναπτύσσεται από το γονιμοποιημένο αβγό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tornaria < λατ. tornus < τόρνος] …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»